- ῥάδις
- ῥάδις, ὁ, (Lat.A radius) spoke of a wheel,
ῥ. τορονευτός Edict.Diocl. 15.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥ. τορονευτός Edict.Diocl. 15.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ράδις — ὁ, Μ η ακτίνα τού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. radius «ακτίνα»] … Dictionary of Greek